συστασιώτης

συστασιώτης
ο
αυτός που παίρνει μέρος σε συνωμοσία μαζί με άλλους: Πρόδωσε την τελευταία στιγμή τους συστασιώτες του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστασιώτης — member of the same faction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτης — ο, ΝΑ [στασιώτης] νεοελλ. αυτός που μετέχει σε στάση αρχ. μέλος τής ίδιας πολιτικής μερίδας («οἱ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτέων», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • συστασιωτῶν — συστασιώτης member of the same faction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιῶται — συστασιώτης member of the same faction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώτας — συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc acc pl συστασιώτᾱς , συστασιώτης member of the same faction masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστασιώται — συστασιώτᾱͅ , συστασιώτης member of the same faction masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”